φοδράρισμα

φοδράρισμα
το, Ν [φοδραρίζω]
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού φοδραρίζω, ράψιμο φόδρας
2. εσωτερική επένδυση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • φοδράρισμα — το, ατος η εσωτερική επένδυση ρούχου ή άλλου πράγματος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γούνα — Δέρμα μαστοφόρου που το τρίχωμά του γίνεται αντικείμενο επεξεργασίας με σκοπό να χρησιμοποιηθεί ως ένδυμα καθώς και για φοδράρισμα ή στόλισμα ενδυμάτων. Η γ. είναι συνήθως πιο σκούρα στην πλάτη παρά στα πλευρά ή στην κοιλιά του ζώου. Συνήθως στις …   Dictionary of Greek

  • υπορραφή — και δ. γρφ. ὑποραφή, ἡ, Α [ὑπορράπτω] η ενέργεια τού υπορράπτω, το φοδράρισμα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”